- διέφθειρα
- διαφθείρωdestroy utterlyaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διέφθειρ' — διέφθειρα , διαφθείρω destroy utterly aor ind act 1st sg διέφθειρε , διαφθείρω destroy utterly aor ind act 3rd sg διέφθειρε , διαφθείρω destroy utterly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
λαπαρός — λαπαρός, ά, όν (Α) 1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.) 2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό 3. (για πόνο) ελαφρός, μαλακός 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».… … Dictionary of Greek
διαφθείρω — διαφθείρω, διέφθειρα βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαφθείρω — διάφθειρα και διέφθειρα, διαφθάρ(θ)ηκα, διαφθαρμένος 1. καταστρέφω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, του κάνω κακό: Οι κακές παρέες τον διαφθείρουν. 2. αποπλανώ, ατιμάζω: Τη διέφθειρε και μετά εξαφανίστηκε. 3. δωροδοκώ, εξαγοράζω κάποιον με δώρα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)